τσάκνο

τσάκνο
το
θραύσμα ξύλου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τσάκνο — το, Ν 1. ξερό χορτάρι ή ξερό κλαδί, ξερόκλαδο 2. κομματάκι ξύλου, ξυλαράκι 3. (μτφ. διαλ.) αδύνατο, ισχνό άτομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσακ ίζω, μέσω ενός τ. *τσάκ ανο (< θ. τσακ + επίθημα ανο, πρβλ. έδρ ανο) με συγκοπή τού α . Κατ άλλη άποψη, η λ.… …   Dictionary of Greek

  • τσακνοτσούκαλα — τα, Ν 1. παλιά και άχρηστα μικροπράγματα τού σπιτιού, παρτάλια 2. ειρων. χαρακτηρισμός νεαρών ατόμων που αναμιγνύονται στις υποθέσεις τών μεγάλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσάκνο + τσουκάλι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”